- μνηστεύω
- (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός]δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ)νεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μνηστευμένος, -η, -οαρραβωνιασμένος («κόρη νεαρά, δειλή, μεμνηστευμένη να πορευθή μόνη;», Παπαδ.)αρχ.1. επιζητώ τον έρωτα γυναίκας2. (το ενεργ. και το μέσ.) ζητώ γυναίκα σε γάμο («ἐμνήστευσε τὴν Ἰάσονος γυναῑκα», Ξεν.)3. κερδίζω την αγάπη γυναίκας4. (κατ' επέκτ.) παντρεύομαι γυναίκα5. μτφ. α) υπόσχομαιβ) επιφέρω6. επιζητώ κάτι («οὐ χειροτονίαν μνηστεύσων», Ισοκρ.)7. (το μέσ.) μνηστεύομαιεπιδιώκω («πᾱσιν δ' ἐλπίζειν ἐνεδίδου, μνηστευόμενος ἄρχειν ἑκόντων», Πλούτ.)β. εμπιστεύομαι, αναθέτω8. ασφαλίζω, διασφαλίζω9. φρ. α) «μνηστεύομαι τινά τινι» — ζητώ κάποια ως σύζυγο για κάποιονβ) «γάμον μνηστεύω τινί» — βοηθώ κάποιον να βρει σύζυγογ) «λόγον μνηστεύω τινί»(για πρόσωπα) συντάσσω λόγο για κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.